- ξεπληρώνω
- ξεπληρώνω, ξεπλήρωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεπληρώνω — 1. τελειώνω την πληρωμή οφειλής, ξεχρεώνω 2. ανταποδίδω ηθική ή υλική υποχρέωση («κάποια μέρα θα τού τό ξεπληρώσω το καλό που μού έκανε») 3. πληρώνω κάτι ως πρόστιμο ή ως αντιστάθμισμα («να σάς τό ξεπληρώσει ο θεός») 4. εκδικούμαι, τιμωρώ.… … Dictionary of Greek
αντιπληρώνω — ξεπληρώνω, ανταποδίδω το κακό … Dictionary of Greek
αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… … Dictionary of Greek
ανταποτίνω — (Α ἀνταποτίνω και τίννυμι, Μ νύω) ανταποδίδω, ξεπληρώνω … Dictionary of Greek
αντιμεύω — (Μ ἀντιμεύω) ανταμείβω, ανταποδίδω, ξεπληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανταμείβω, με αποκατάσταση της πρόθεσης αντί στη θέση του αντα(μείβω), που θα πρέπει να έγινε όταν είχε ήδη δημιουργηθεί ο μεταπλασμένος τ. ανταμεύω, ο οποίος δεν έδινε την αίσθηση… … Dictionary of Greek
απαριθμώ — (AM ἀπαριθμῶ, έω) 1. μετρώ ένα προς ένα, καταμετρώ, κάνω απογραφή 2. μτφ. αναφέρω κατά σειρά, διηγούμαι αρχ. 1. υπολογίζω, λογαριάζω 2. επιστρέφω χρήματα, ξεπληρώνω … Dictionary of Greek
αποβγάνω — κ. βγάλλω (Μ ἀποβγάνω κ. βγάλλω) 1. διώχνω, απομακρύνω 2. συνοδεύω, ξεπροβοδίζω 3. (για χρέος) ξεπληρώνω, εξοφλώ 4. βγάζω τελείως 5. βγάζω κάποιον απ τη μέση, δολοφονώ 6. τιμωρώ μσν. 1. (για κόρη) παντρεύω 2. ελευθερώνω, αποφυλακίζω 3. τιμωρώ … Dictionary of Greek
αποπληρώνω — κ. πλερώνω (AM ἀποπληρώ, όω) μσν. νεοελλ. εξοφλώ οφειλή, ξεπληρώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς 2. ικανοποιώ, εκτελώ 3. προσφέρω ικανοποίηση, ευχαριστώ κάποιον 4. ολοκληρώνω κάτι … Dictionary of Greek
αποσώνω — κ. σώζω (AM ἀποσῴζω, Μ κ. σώνω) διατηρῶ, διαφυλάσσω μσν. νεοελλ. 1. μεταδίδω κάτι αμέσως, ανακοινώνω 2. συμπληρώνω 3. αποτελειώνω 4. οδηγώ 5. φτάνω, έρχομαι 6. καταλήγω, βρίσκω προστασία ή καταφύγιο 7. προφταίνω νεοελλ. 1. ξοδεύω, σπαταλώ 2.… … Dictionary of Greek
αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… … Dictionary of Greek